↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατώφλι τα κατώφλια
      γενική του κατωφλιού των κατωφλιών
    αιτιατική το κατώφλι τα κατώφλια
     κλητική κατώφλι κατώφλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατώφλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατώφλιν < κατώφλιον < αρχαία ελληνική κάτω, κατώ- + φλι(ά) (παραστάδα πόρτας) + -ον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈto.fli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τώ‐φλι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατώφλι ουδέτερο

  1. (αρχιτεκτονική) ξύλινη ή πέτρινη πλάκα που ενώνει, στο κάτω μέρος, τις κατακόρυφες πλευρές της πόρτας
    ⮡  Δεν έχω διαβεί ποτέ το κατώφλι του.
     συνώνυμα: τσερτσεβές (ιδιωματικό)
  2. (κατ’ επέκταση) ο γύρω από την είσοδο χώρος
  3. (μεταφορικά) το σημείο που αρχίζει κάτι
    ⮡  το κατώφλι του θανάτου
    ⮡  το κατώφλι του γήρατος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία