διαβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαβαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διαβαίνω (αρχική σημασία: στέκομαι με τα πόδια ανοιχτά)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðʝaˈve.no/ & /ði.aˈve.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐βαί‐νω ή δι‐α‐βαί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαβαίνω
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιαβατικός
- αδιάβατος
- διάβα
- διάβαση
- διαβατάρης
- διαβατάρικος
- διαβατάρισσα
- διαβατήριο
- διαβατήριος
- διαβάτης
- διαβατικός
- διαβατός
- → δείτε τις λέξεις διά και βαίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαβαίνω | διάβαινα | θα διαβαίνω | να διαβαίνω | διαβαίνοντας | |
β' ενικ. | διαβαίνεις | διάβαινες | θα διαβαίνεις | να διαβαίνεις | διάβαινε | |
γ' ενικ. | διαβαίνει | διάβαινε | θα διαβαίνει | να διαβαίνει | ||
α' πληθ. | διαβαίνουμε | διαβαίναμε | θα διαβαίνουμε | να διαβαίνουμε | ||
β' πληθ. | διαβαίνετε | διαβαίνατε | θα διαβαίνετε | να διαβαίνετε | διαβαίνετε | |
γ' πληθ. | διαβαίνουν(ε) | διάβαιναν διαβαίναν(ε) |
θα διαβαίνουν(ε) | να διαβαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διάβηκα | θα διαβώ | να διαβώ | διαβεί | ||
β' ενικ. | διάβηκες | θα διαβείς | να διαβείς | διάβα | ||
γ' ενικ. | διάβηκε | θα διαβεί | να διαβεί | |||
α' πληθ. | διαβήκαμε | θα διαβούμε | να διαβούμε | |||
β' πληθ. | διαβήκατε | θα διαβείτε | να διαβείτε | διαβείτε | ||
γ' πληθ. | διάβηκαν διαβήκαν(ε) |
θα διαβούν(ε) | να διαβούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαβεί | είχα διαβεί | θα έχω διαβεί | να έχω διαβεί | ||
β' ενικ. | έχεις διαβεί | είχες διαβεί | θα έχεις διαβεί | να έχεις διαβεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαβεί | είχε διαβεί | θα έχει διαβεί | να έχει διαβεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαβεί | είχαμε διαβεί | θα έχουμε διαβεί | να έχουμε διαβεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαβεί | είχατε διαβεί | θα έχετε διαβεί | να έχετε διαβεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαβεί | είχαν διαβεί | θα έχουν διαβεί | να έχουν διαβεί |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ διαβαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διαβαίνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιαβαίνω
Συγγενικά
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- διαβαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαβαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.