Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαβαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διαβαίνω (αρχική σημασία: στέκομαι με τα πόδια ανοιχτά)[1]

  Ρήμα Επεξεργασία

διαβαίνω

  1. (για τόπο) περνώ, διασχίζω
  2. (για χρόνο) περνώ
  3. (γενικότερα) περνώ, παύω, τελειώνω

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Κλίση Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) Επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  Πηγές Επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαβαίνω < διά + βαίνω

  Ρήμα Επεξεργασία

διαβαίνω

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές Επεξεργασία