Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διαβαίνω (αρχική σημασία: στέκομαι με τα πόδια ανοιχτά)[1]
ΔΦΑ : /ðʝaˈve.no/ & /ði.aˈve.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαβαίνω ή διαβαίνω

διαβαίνω

  1. (για τόπο) περνώ, διασχίζω
  2. (για χρόνο) περνώ
  3. (γενικότερα) περνώ, παύω, τελειώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβαίνω < διά + βαίνω

διαβαίνω

Συγγενικά

επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)