διαβάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διαβάτης | οι | διαβάτες |
γενική | του | διαβάτη | των | διαβατών |
αιτιατική | τον | διαβάτη | τους | διαβάτες |
κλητική | διαβάτη | διαβάτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαβάτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διαβάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαβάτης αρσενικό (θηλυκό διαβάτισσα)
- κάποιος που προχωρά με τα πόδια και περνά από έναν τόπο, ο περαστικός, ο οδοιπόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διαβάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διαβάτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαβάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.