Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαβάτισσα οι διαβάτισσες
      γενική της διαβάτισσας των διαβατισσών
    αιτιατική τη διαβάτισσα τις διαβάτισσες
     κλητική διαβάτισσα διαβάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαβάτισσα < διαβάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαβάτισσα θηλυκό

  • αυτή που περνάει βαδίζοντας από κάπου

  Μεταφράσεις επεξεργασία