διάβα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διάβα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διάβα ουδέτερο άκλιτο
- η ενέργεια του διαβαίνω
- στο διάβα του από την αγορά συνάντησε έναν παλιό φίλο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- διάβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- διάβα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].