Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάβα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάβα ουδέτερο άκλιτο

  • η ενέργεια του διαβαίνω
    στο διάβα του από την αγορά συνάντησε έναν παλιό φίλο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία