passage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
passage | passages |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpassage (en)
- (και passageway) ο διάδρομος
- το χωρίο
- (ενικός, λογοτεχνικό) το πέρασμα του χρόνου
- ⮡ the passage of time - το πέρασμα του χρόνου
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
passage | passages |
passage (fr) αρσενικό