Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
excerpt
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
excerpt
excerpts
Ουσιαστικό
επεξεργασία
excerpt
(en)
το
χωρίο
⮡
It is an
excerpt
of ancient text which allows for many interpretations.
Είναι ένα
χωρίο
αρχαίου κειμένου που επιδέχεται πολλές ερμηνείες.
≈
συνώνυμα
:
passage
Πηγές
επεξεργασία
excerpt (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries
excerpt (verb)
-
Oxford Learner's Dictionaries