διέλευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διέλευση | οι | διελεύσεις |
γενική | της | διέλευσης* | των | διελεύσεων |
αιτιατική | τη | διέλευση | τις | διελεύσεις |
κλητική | διέλευση | διελεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διελεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διέλευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διέλευ(σις) < διελεύσομαι, μέλλοντας του διέρχομαι + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε δι- (διά) + έλευση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈe.lef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐έ‐λευ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιέλευση θηλυκό
- το να διέρχεται κάποιος από κάπου
- ※ Αλλά και στο δικαίωμα της ελευθεροπλοΐας υπάρχουν περιορισμοί: η αβλαβής διέλευση, που αποτελεί όρο εισόδου και διέλευσης ενός πλοίου τρίτου κράτους, υπόκειται στον έλεγχο του παράκτιου κράτους, το οποίο μπορεί να εμποδίσει ένα πλοίο να εισέλθει ή να διαπλεύσει την αιγιαλίτιδα, εάν ο πλους του δεν είναι αβλαβής για συμφέροντα του παράκτιου κράτους, την ασφάλειά του και την ευζωία των πολιτών του.
- Χρήστος Ροζάκης, Ενα αλφαβητάριο του Δικαίου της Θάλασσας, Η Καθημερινή, 12 Φεβρουαρίου 2024
- ※ Αλλά και στο δικαίωμα της ελευθεροπλοΐας υπάρχουν περιορισμοί: η αβλαβής διέλευση, που αποτελεί όρο εισόδου και διέλευσης ενός πλοίου τρίτου κράτους, υπόκειται στον έλεγχο του παράκτιου κράτους, το οποίο μπορεί να εμποδίσει ένα πλοίο να εισέλθει ή να διαπλεύσει την αιγιαλίτιδα, εάν ο πλους του δεν είναι αβλαβής για συμφέροντα του παράκτιου κράτους, την ασφάλειά του και την ευζωία των πολιτών του.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διέλευση