παράκτιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παράκτιος < αρχαία ελληνική παράκτιος
Επίθετο
επεξεργασία
παράκτιος, -α, -ο
- που βρίσκεται στην θάλασσα αλλά κοντά στις ακτές/στην ακτή
- ⮡ παράκτια αλιεία
- ※ Αλλά και στο δικαίωμα της ελευθεροπλοΐας υπάρχουν περιορισμοί: η αβλαβής διέλευση, που αποτελεί όρο εισόδου και διέλευσης ενός πλοίου τρίτου κράτους, υπόκειται στον έλεγχο του παράκτιου κράτους, το οποίο μπορεί να εμποδίσει ένα πλοίο να εισέλθει ή να διαπλεύσει την αιγιαλίτιδα, εάν ο πλους του δεν είναι αβλαβής για συμφέροντα του παράκτιου κράτους, την ασφάλειά του και την ευζωία των πολιτών του.
- Χρήστος Ροζάκης, Ενα αλφαβητάριο του Δικαίου της Θάλασσας, Η Καθημερινή, 12 Φεβρουαρίου 2024
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
παράκτιος στη Βικιπαίδεια