παράλιος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παράλιος | η | παράλια | το | παράλιο |
γενική | του | παράλιου | της | παράλιας | του | παράλιου |
αιτιατική | τον | παράλιο | την | παράλια | το | παράλιο |
κλητική | παράλιε | παράλια | παράλιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παράλιοι | οι | παράλιες | τα | παράλια |
γενική | των | παράλιων | των | παράλιων | των | παράλιων |
αιτιατική | τους | παράλιους | τις | παράλιες | τα | παράλια |
κλητική | παράλιοι | παράλιες | παράλια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παράλιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράλιος[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈɾa.li.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐λι‐ος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παράλιος, -α, -ο
- που βρίσκεται ή συμβαίνει στο έδαφος κοντά ή πάνω στην ακτή, στην ξηρά δίπλα στη θάλασσα
- ↪ παράλιος πολιτισμός, παράλιος ναός, παράλιο τείχος
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ παράλιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παράλιος, -α, -ον
- ο παράλιος
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- παράλιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.