παραλιώτης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | παραλιώτης | οἱ | παραλιῶται | ||||
γενική | τοῦ | παραλιώτου | τῶν | παραλιωτῶν | ||||
δοτική | τῷ | παραλιώτῃ | τοῖς | παραλιώταις | ||||
αιτιατική | τὸν | παραλιώτην | τοὺς | παραλιώτᾱς | ||||
κλητική ὦ! | παραλιῶτᾰ | παραλιῶται | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραλιώτᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παραλιώταιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραλιώτης < αρχαία ελληνική παράλ(ιος) + -ιώτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραλιώτης αρσενικό
- ο κάτοικος παραθαλάσσιας περιοχής
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη παράλιος
Πηγές επεξεργασία
- παραλιώτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.