Δείτε επίσης: Παραλιώτης
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραλιώτης οἱ παραλιῶται
      γενική τοῦ παραλιώτου τῶν παραλιωτῶν
      δοτική τῷ παραλιώτ τοῖς παραλιώταις
    αιτιατική τὸν παραλιώτην τοὺς παραλιώτᾱς
     κλητική ! παραλιῶτ παραλιῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραλιώτ
γεν-δοτ τοῖν  παραλιώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραλιώτης < αρχαία ελληνική παράλ(ιος) + -ιώτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραλιώτης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία