Δείτε επίσης: παραλιώτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παραλιώτης οι Παραλιώτες
      γενική του Παραλιώτη των Παραλιωτών
    αιτιατική τον Παραλιώτη τους Παραλιώτες
     κλητική Παραλιώτη Παραλιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παραλιώτης < Παραλ(ία) ή Παράλ(ιο) + -ιώτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈʎo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐ρα‐λιώ‐της

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παραλιώτης αρσενικό (θηλυκό Παραλιώτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία