Δείτε επίσης: παραλία, παράλια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Παραλία οι Παραλίες
      γενική της Παραλίας των Παραλιών
    αιτιατική την Παραλία τις Παραλίες
     κλητική Παραλία Παραλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Παραλία < παραλία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐ρα‐λί‐α

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Παραλία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Παραλί αἱ Παραλίαι
      γενική τῆς Παραλίᾱς τῶν Παραλιῶν
      δοτική τῇ Παραλί ταῖς Παραλίαις
    αιτιατική τὴν Παραλίᾱν τὰς Παραλίᾱς
     κλητική ! Παραλί Παραλίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Παραλί
γεν-δοτ τοῖν  Παραλίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Παραλία < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Παραλία θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία