παράλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παράλια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παράλιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι παραλιακές περιοχές, τα παράλια μέρη.
- οι αρχαίες ελληνικές αποικίες στα παράλια της Μικράς Ασίας