côte
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcôte (fr) θηλυκό
- (ανατομία) το πλευρό
- → δείτε και τη λέξη costal
- η ανηφοριά
- (γεωγραφία) η ακτή, η παράλια, η ακρογιαλιά
- → δείτε και τη λέξη côtier
Δείτε επίσης : coté, côté |
côte (fr) θηλυκό