Δείτε επίσης: coté, côté

Ετυμολογία

επεξεργασία
côte < coste < λατινική costa

Ουσιαστικό

επεξεργασία

côte (fr) θηλυκό

  1. (ανατομία) το πλευρό
     δείτε και τη λέξη costal
  2. η ανηφοριά
  3. (γεωγραφία) η ακτή, η παράλια, η ακρογιαλιά
     δείτε και τη λέξη côtier

Συγγενικά

επεξεργασία