ενικός         πληθυντικός  
costa coste

Ουσιαστικό

επεξεργασία

costa (it) θηλυκό



Ουσιαστικό

επεξεργασία

costa (ca) θηλυκό

  1. η πλευρά
  2. (γεωγραφία) η ακτή



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία