costa
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
costa | coste |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcosta (it) θηλυκό
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcosta (ca) θηλυκό
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
costa | costas |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcosta (es) θηλυκό
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- costa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kost-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcosta (la) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | costa | costae |
γενική | costae | costārum |
δοτική | costae | costīs |
αιτιατική | costam | costās |
κλητική | costa | costae |
αφαιρετική | costā | costīs |
Πηγές
επεξεργασία- costa - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
costa | costas |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcosta (pt) θηλυκό
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcosta (ro)