Ετυμολογία

επεξεργασία
κοστίζω < κόστος + -ίζω

κοστίζω

  1. έχω ένα ορισμένο κόστος
    αυτό το ψωμί κοστίζει δυο ευρώ

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία