κοστίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακοστίζω
- έχω ένα ορισμένο κόστος
- αυτό το ψωμί κοστίζει δυο ευρώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοστίζω | κόστιζα | θα κοστίζω | να κοστίζω | κοστίζοντας | |
β' ενικ. | κοστίζεις | κόστιζες | θα κοστίζεις | να κοστίζεις | κόστιζε | |
γ' ενικ. | κοστίζει | κόστιζε | θα κοστίζει | να κοστίζει | ||
α' πληθ. | κοστίζουμε | κοστίζαμε | θα κοστίζουμε | να κοστίζουμε | ||
β' πληθ. | κοστίζετε | κοστίζατε | θα κοστίζετε | να κοστίζετε | κοστίζετε | |
γ' πληθ. | κοστίζουν(ε) | κόστιζαν κοστίζαν(ε) |
θα κοστίζουν(ε) | να κοστίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κόστισα | θα κοστίσω | να κοστίσω | κοστίσει | ||
β' ενικ. | κόστισες | θα κοστίσεις | να κοστίσεις | κόστισε | ||
γ' ενικ. | κόστισε | θα κοστίσει | να κοστίσει | |||
α' πληθ. | κοστίσαμε | θα κοστίσουμε | να κοστίσουμε | |||
β' πληθ. | κοστίσατε | θα κοστίσετε | να κοστίσετε | κοστίστε | ||
γ' πληθ. | κόστισαν κοστίσαν(ε) |
θα κοστίσουν(ε) | να κοστίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοστίσει | είχα κοστίσει | θα έχω κοστίσει | να έχω κοστίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοστίσει | είχες κοστίσει | θα έχεις κοστίσει | να έχεις κοστίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοστίσει | είχε κοστίσει | θα έχει κοστίσει | να έχει κοστίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοστίσει | είχαμε κοστίσει | θα έχουμε κοστίσει | να έχουμε κοστίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοστίσει | είχατε κοστίσει | θα έχετε κοστίσει | να έχετε κοστίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοστίσει | είχαν κοστίσει | θα έχουν κοστίσει | να έχουν κοστίσει |
|