Ετυμολογία

επεξεργασία
στοιχίζω < αρχαία ελληνική στοιχίζω < στοῖχος (μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική costare[1])

στοιχίζω (παθητική φωνή: στοιχίζομαι)

  1. (μεταβατικό) τακτοποιώ ομοειδή πράγματα σε στοίχους, το ένα πίσω από το άλλο
    Ο λοχαγός διέταξε το λοχία να στοιχίσει τους άνδρες του.
  2. (μεταβατικό) κοστίζω, έχω μια ορισμένη αξία, τιμή
    το σπίτι αυτό του στοίχισε μια περιουσία
  3. (αμετάβατο) κοστίζω πολύ
    δυστυχώς οι διακοπές σήμερα στοιχίζουν
  4. (αμετάβατο) (στο γ΄ ενικό, μεταφορικά) προξενώ μεγάλη θλίψη, στενοχώρια
    του στοίχισε πολύ η αποτυχία του στις εξετάσεις
  5. προκαλώ την απώλεια ενός πράγματος
    ο σεισμός στοίχισε πολλές ζωές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία