cost
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cost | costs |
cost (en)
- ο κόστος, το τίμημα, το αντίτιμο, η δαπάνη, το χρηματικό ποσό που χρειάζομαι για να αγοράσω ένα αγαθό ή μια υπηρεσία
- ⮡ the shipping costs - τα μεταφορικά
- ≈ συνώνυμα: fee και price
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | cost |
γ΄ ενικό ενεστώτα | costs |
αόριστος | cost, costed |
παθητική μετοχή | cost, costed |
ενεργητική μετοχή | costing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
cost (en)