αντίτιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντίτιμο | τα | αντίτιμα |
γενική | του | αντίτιμου & αντιτίμου |
των | αντίτιμων & αντιτίμων |
αιτιατική | το | αντίτιμο | τα | αντίτιμα |
κλητική | αντίτιμο | αντίτιμα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /anˈdi.ti.mo/ και σε γρήγορο λόγο aˈdi.ti.mo
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντί‐τι‐μο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντίτιμο ουδέτερο
- (οικονομία) τα χρήματα που δίνονται για να αγοράσουμε κάτι
- αντιστάθμισμα
- (μεταφορικά) τίμημα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αντίτιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας