αντιστάθμισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιστάθμισμα < (ελληνιστική κοινή) ἀντισταθμίζω < ἀντί + σταθμίζω < σταθμόν
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιστάθμισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αντισταθμίζω
- άλλες μορφές: αντιστάθμιση, αντισταθμισμός
- αντίβαρο
- (μεταφορικά) ανταμοιβή, αντάλλαγμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιστάθμιση