Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
balance balances

balance (en)

  1. η ισορροπία
    ⮡  He lost his balance, swayed a bit and then fell down.
    Έχασε την ισορροπία του, ταλαντεύτηκε λίγο και μετά έπεσε κάτω.
  2. (συνήθως ενικός) το υπόλοιπο, το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση χρημάτων από ένα σύνολο
    ⮡  I want to see the accounting and available balance of all the connected accounts.
    Θέλω να δω το λογιστικό και διαθέσιμο υπόλοιπο όλων των συνδεδεμένων λογαριασμών.
    ⮡  Your account shows a credit balance of…
    Ο λογαριασμός σας εμφανίζει πιστωτικό υπόλοιπο
    ⮡  The balance of your account stands at 100 euros.
    Το υπόλοιπο του λογαριασμού σας είναι 100 ευρώ.
  3. (συνήθως ενικός) το υπόλοιπο, ένα χρηματικό ποσό που οφείλεται μετά από κάποια πληρωμή
    ⮡  balance due - χρεωστικό υπόλοιπο

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας balance
γ΄ ενικό ενεστώτα balances
αόριστος balanced
παθητική μετοχή balanced
ενεργητική μετοχή balancing

balance (en)

  • ισορροπώ
    ⮡  the rope on which he must balance - το σχοινί στο οποίο πρέπει να ισορροπήσει



  Ετυμολογία

επεξεργασία
balance < δημώδης λατινική bilancia < bis, δις + lanx, δίσκος (ζυγαριάς)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.lɑ̃s/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

balance (fr)

  1. η ζυγαριά, η πλάστιγγα
  2. (οικείο) ο προδότης, ο καταδότης, το καρφί

Συγγενικά

επεξεργασία