balance
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
balance | balances |
balance (en)
- η ισορροπία
- το ισοζύγιο
- ↪ The trade balance deficit in June was huge.
- Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο τον Ιούνιο ήταν τεράστιο.
- ↪ The trade balance deficit in June was huge.
- το υπόλοιπο
- ↪ I want to see the accounting and available balance of all the connected accounts.
- Θέλω να δω το λογιστικό και διαθέσιμο υπόλοιπο όλων των συνδεδεμένων λογαριασμών.
- ↪ I want to see the accounting and available balance of all the connected accounts.
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | balance |
γ΄ ενικό ενεστώτα | balances |
αόριστος | balanced |
παθητική μετοχή | balanced |
ενεργητική μετοχή | balancing |
balance (en)
- ισορροπώ
- ↪ the rope on which he must balance
- το σχοινί στο οποίο πρέπει να ισορροπήσει
- ↪ the rope on which he must balance
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- balance < δημώδης λατινική bilancia < bis, δις + lanx, δίσκος (ζυγαριάς)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
balance (fr)