balance
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
balance | balances |
balance (en)
- η ισορροπία
- ⮡ He lost his balance, swayed a bit and then fell down.
- Έχασε την ισορροπία του, ταλαντεύτηκε λίγο και μετά έπεσε κάτω.
- ⮡ He lost his balance, swayed a bit and then fell down.
- (συνήθως ενικός) το υπόλοιπο, το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση χρημάτων από ένα σύνολο
- ⮡ I want to see the accounting and available balance of all the connected accounts.
- Θέλω να δω το λογιστικό και διαθέσιμο υπόλοιπο όλων των συνδεδεμένων λογαριασμών.
- ⮡ Your account shows a credit balance of…
- Ο λογαριασμός σας εμφανίζει πιστωτικό υπόλοιπο…
- ⮡ The balance of your account stands at 100 euros.
- Το υπόλοιπο του λογαριασμού σας είναι 100 ευρώ.
- ⮡ I want to see the accounting and available balance of all the connected accounts.
- (συνήθως ενικός) το υπόλοιπο, ένα χρηματικό ποσό που οφείλεται μετά από κάποια πληρωμή
- ⮡ balance due - χρεωστικό υπόλοιπο
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | balance |
γ΄ ενικό ενεστώτα | balances |
αόριστος | balanced |
παθητική μετοχή | balanced |
ενεργητική μετοχή | balancing |
balance (en)
- ισορροπώ
- ⮡ the rope on which he must balance - το σχοινί στο οποίο πρέπει να ισορροπήσει
Πηγές
επεξεργασία- balance (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- balance (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 920. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπόλοιπο
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- balance < δημώδης λατινική bilancia < bis, δις + lanx, δίσκος (ζυγαριάς)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbalance (fr)