ισορροπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισορροπώ < αρχαία ελληνική ἰσορροπῶ < ἰσόρροπος
Ρήμα
επεξεργασίαισορροπώ
- διατηρώ την υλική, πνευματική ή ψυχική μου ισορροπία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισορροπώ | ισορροπούσα | θα ισορροπώ | να ισορροπώ | ισορροπώντας | |
β' ενικ. | ισορροπείς | ισορροπούσες | θα ισορροπείς | να ισορροπείς | (ισορρόπει) | |
γ' ενικ. | ισορροπεί | ισορροπούσε | θα ισορροπεί | να ισορροπεί | ||
α' πληθ. | ισορροπούμε | ισορροπούσαμε | θα ισορροπούμε | να ισορροπούμε | ||
β' πληθ. | ισορροπείτε | ισορροπούσατε | θα ισορροπείτε | να ισορροπείτε | ισορροπείτε | |
γ' πληθ. | ισορροπούν(ε) | ισορροπούσαν(ε) | θα ισορροπούν(ε) | να ισορροπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ισορρόπησα | θα ισορροπήσω | να ισορροπήσω | ισορροπήσει | ||
β' ενικ. | ισορρόπησες | θα ισορροπήσεις | να ισορροπήσεις | ισορρόπησε | ||
γ' ενικ. | ισορρόπησε | θα ισορροπήσει | να ισορροπήσει | |||
α' πληθ. | ισορροπήσαμε | θα ισορροπήσουμε | να ισορροπήσουμε | |||
β' πληθ. | ισορροπήσατε | θα ισορροπήσετε | να ισορροπήσετε | ισορροπήστε | ||
γ' πληθ. | ισορρόπησαν ισορροπήσαν(ε) |
θα ισορροπήσουν(ε) | να ισορροπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ισορροπήσει | είχα ισορροπήσει | θα έχω ισορροπήσει | να έχω ισορροπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ισορροπήσει | είχες ισορροπήσει | θα έχεις ισορροπήσει | να έχεις ισορροπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ισορροπήσει | είχε ισορροπήσει | θα έχει ισορροπήσει | να έχει ισορροπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ισορροπήσει | είχαμε ισορροπήσει | θα έχουμε ισορροπήσει | να έχουμε ισορροπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ισορροπήσει | είχατε ισορροπήσει | θα έχετε ισορροπήσει | να έχετε ισορροπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ισορροπήσει | είχαν ισορροπήσει | θα έχουν ισορροπήσει | να έχουν ισορροπήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισορροπώ