Δείτε επίσης: ἰσορροπία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισορροπία οι ισορροπίες
      γενική της ισορροπίας των ισορροπιών
    αιτιατική την ισορροπία τις ισορροπίες
     κλητική ισορροπία ισορροπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισορροπία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσορροπία < ἰσόρροπος < ἴσος + ῥέπω (→ δείτε και τη λέξη ρρ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.so.ɾoˈpi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σορ‐ρο‐πί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισορροπία θηλυκό

  1. κατάσταση ενός αντικειμένου ή προσώπου να στέκεται σε μια συγκεκριμένη θέση, αν και τείνει να σταθεί σε κάποια άλλη
    Ο άνθρωπος κατά τους πρώτες μήνες της ζωής του εξασκεί την ισορροπία του, ώστε αργότερα να μάθει να στέκεται όρθιος και τελικά να περπατάει.
    Για να γίνεις ακροβάτης πρέπει να ξέρεις καλή ισορροπία.
  2. (επιστήμες) κατάσταση κατά την οποία δεν φαίνονται μεταβολλές σε ένα σύστημα. Διακρίνεται σε στατική και δυναμική. Στη στατική ισορροπία δεν υπάρχουν μεταβολές, ενώ στη δυναμική υπάρχουν αλλά αλληλοαναιρούνται.
    Το μήλο έχει βάρος, αλλά υπάρχει ισορροπία, γιατί το στηρίζει το τραπέζι.

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ισόρροπος, ίσος και ρέπω

  Μεταφράσεις επεξεργασία