ακροβάτης
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ακροβάτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκροβάτης.[1][2] Συγχρονικά αναλύεται σε ακρο- + -βάτης.
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kɾoˈva.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐βά‐της
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ακροβάτης αρσενικό (θηλυκό ακροβάτισσα ή λόγιο: ακροβάτιδα)
- (επάγγελμα) αυτός που περπατάει στην άκρη του σχοινιού
- επαγγελματίας του θεάματος που εκτελεί επικίνδυνες ασκήσεις γυμναστικής
- ↪ οι ακροβάτες του τσίρκου
- ≈ συνώνυμα: ισορροπιστής
- (μεταφορικά) αυτός που κάνει ακροβασίες, παράτολμα ή ανορθόδοξα πράγματα
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις άκρο και βαίνω
Μεταφράσεις Επεξεργασία
ακροβάτης
Επεξεργασία
- ↑ ακροβάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ ακροβάτης - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας