Δείτε επίσης: ἰσόρροπος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισόρροπος η ισόρροπη το ισόρροπο
      γενική του ισόρροπου της ισόρροπης του ισόρροπου
    αιτιατική τον ισόρροπο την ισόρροπη το ισόρροπο
     κλητική ισόρροπε ισόρροπη ισόρροπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισόρροποι οι ισόρροπες τα ισόρροπα
      γενική των ισόρροπων των ισόρροπων των ισόρροπων
    αιτιατική τους ισόρροπους τις ισόρροπες τα ισόρροπα
     κλητική ισόρροποι ισόρροπες ισόρροπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισόρροπος < αρχαία ελληνική ἰσόρροπος

  Επίθετο επεξεργασία

ισόρροπος, -η, -ο

  1. που διατηρεί ή εξασφαλίζει την ισορροπία, που αναπτύσσεται εξίσου σε όλη την έκταση ή όλους τους τομείς
    Επίσης, θα ενισχυθεί ο ρόλος αστικών κέντρων, όπως τα Ιωάννινα, «συμβάλλοντας στην ισόρροπη ανάπτυξη της Βορειοδυτικής Ελλάδας». (*)
  2. (κατ’ επέκταση) αρμονικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία