ισόρροπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ισόρροπος < αρχαία ελληνική ἰσόρροπος
Επίθετο
επεξεργασία
ισόρροπος, -η, -ο
- που διατηρεί ή εξασφαλίζει την ισορροπία, που αναπτύσσεται εξίσου σε όλη την έκταση ή όλους τους τομείς
- Επίσης, θα ενισχυθεί ο ρόλος αστικών κέντρων, όπως τα Ιωάννινα, «συμβάλλοντας στην ισόρροπη ανάπτυξη της Βορειοδυτικής Ελλάδας». (*)
- (κατ’ επέκταση) αρμονικός