ισορροπίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισορροπίστρια < ισορροπιστής + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ισορροπίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του ισορροπιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισορροπίστρια
ισορροπίστρια θηλυκό