↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανισόρροπος η ανισόρροπη το ανισόρροπο
      γενική του ανισόρροπου της ανισόρροπης του ανισόρροπου
    αιτιατική τον ανισόρροπο την ανισόρροπη το ανισόρροπο
     κλητική ανισόρροπε ανισόρροπη ανισόρροπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανισόρροποι οι ανισόρροπες τα ανισόρροπα
      γενική των ανισόρροπων των ανισόρροπων των ανισόρροπων
    αιτιατική τους ανισόρροπους τις ανισόρροπες τα ανισόρροπα
     κλητική ανισόρροποι ανισόρροπες ανισόρροπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανισόρροπος < αρχαία ελληνική ἀνισόρροπος (3. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déséquilibré)

  Επίθετο

επεξεργασία

ανισόρροπος, -η, -ο

  1. (σπάνιο) (κυριολεκτικά) που δεν έχει ισορροπία, που δεν ισορροπεί
  2. ανισομερής, μη ισόρροπος
  3. (οικείο) φρενοβλαβής, παλαβός, τρελός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία