ανισόρροπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανισόρροπος < αρχαία ελληνική ἀνισόρροπος (3. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déséquilibré)
Επίθετο
επεξεργασίαανισόρροπος, -η, -ο
- (σπάνιο) (κυριολεκτικά) που δεν έχει ισορροπία, που δεν ισορροπεί
- ανισομερής, μη ισόρροπος
- (οικείο) φρενοβλαβής, παλαβός, τρελός
Συγγενικά
επεξεργασία- ανισόρροπα
- ανισορροπία
- → δείτε τις λέξεις ισόρροπος, ίσος και ροπή