Ετυμολογία

επεξεργασία
désaxé < désaxer

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό désaxé désaxés
θηλυκό désaxée désaxées

désaxé (fr)

  • που δεν βρίσκεται στην κανονική του κατάσταση, τρελός