Δείτε επίσης: Τρελός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρελός η τρελή το τρελό
      γενική του τρελού της τρελής του τρελού
    αιτιατική τον τρελό την τρελή το τρελό
     κλητική τρελέ τρελή τρελό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρελοί οι τρελές τα τρελά
      γενική των τρελών των τρελών των τρελών
    αιτιατική τους τρελούς τις τρελές τα τρελά
     κλητική τρελοί τρελές τρελά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρελός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρελός < ελληνιστική κοινή τρηρός < αρχαία ελληνική τρήρων. Η παρωχημένη γραφή με δύο λάμδα <λλ> είχε προέλθει από μια λιγότερο πιθανή άποψη, ότι η μεσαιωνική λέξη σχετιζόταν ετυμολογικά με κάποια ανθρωπωνύμια όπως Τρέλλος[1]
Και ουσιαστικοποιημένο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾeˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρε‐λός

  Επίθετο

επεξεργασία

τρελός, -ή, -ό

  1. που έχει τρελαθεί
    ⮡  Είσαι τρελός; Γιατί μου φέρεσαι έτσι;
     συνώνυμα: ζαβός, ζουρλός, λωλός, μουρλός, παλαβός, σαλός
  2. που αγαπά παθιασμένα κάποιον ή κάτι
    ⮡  Είναι τρελοί με την ομάδα τους.
  3. που βρίσκεται πέρα από τη λογική, ο παράλογος
    ⮡  Τι είναι τα τρελά που λες;
  4. που βρίσκεται πέρα από αυτό που μπορεί κάποιος να ανεχτεί, ο εξωφρενικός
    ⮡  Είναι τρελό να χρησιμοποιείς το αυτοκίνητο για να πας να αγοράσεις τσιγάρα!
  5. ο ανόητος, ο απερίσκεπτος
    ⮡  Όταν είπε την τρελή του ιδέα να ληστέψουν την τράπεζα, όλοι γέλασαν.
  6. ο παράφορος, ο παθιασμένος
    ⮡  τρελός έρωτας
  7. ο εύθυμος, ο ζωηρός, ο πολύ κεφάτος
    ⮡  τρελό ταξίδι / βράδυ

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

και

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρελός αρσενικό

  1. ο φρενοβλαβής (θηλυκό τρελή)
  2. (σκάκι) ο αξιωματικός

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)