τρελόπαιδο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τρελόπαιδο < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τρελόπαιδο ουδέτερο
- ζωηρό και άτακτο παιδί
- (ειδικότερα) ζωηρό και άτακτο αγόρι
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τρελόπαιδο