Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρελοκόριτσο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τρελοκόριτσ
ο
τα
τρελοκόριτσ
α
γενική
του
τρελοκόριτσ
ου
των
τρελοκόριτσ
ων
αιτιατική
το
τρελοκόριτσ
ο
τα
τρελοκόριτσ
α
κλητική
τρελοκόριτσ
ο
τρελοκόριτσ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τρελοκόριτσο
<
τρελο-
+
κορίτσι
+
-ο
(ουδέτερο)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τρελοκόριτσο
ουδέτερο
ζωηρό
και
επιπόλαιο
κορίτσι
Δείτε επίσης
επεξεργασία
τρελοκαμπέρω
τρελόπαιδο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρελοκόριτσο