τρελο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρελο- < τρελός
Πρόθημα
επεξεργασίατρελο- ή τρελό-
- α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει:
- τον τρελό, αυτόν που έχει ψυχονευρωτική αστάθεια, και ό,τι σχετίζεται με αυτόν
- τον απρόβλεπτο
- κάτι που χαρακτηρίζεται από υπερβολή και παραλογισμό