Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρελοπαρέα οι τρελοπαρέες
      γενική της τρελοπαρέας
    αιτιατική την τρελοπαρέα τις τρελοπαρέες
     κλητική τρελοπαρέα τρελοπαρέες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρελοπαρέα < σύνθετη λέξη < τρελός + παρέα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρελοπαρέα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία