τρελοκομείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρελοκομείο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (ανεπίσημα) ίδρυμα που φιλοξενεί άτομα με ψυχικές παθήσεις
- (μεταφορικά) (προφορικό) μέρος ή συνάθροιση ανθρώπων όπου επικρατεί μεγάλη αταξία, τρέλα
- (μεταφορικά) (προφορικό) άνθρωπος απρόβλεπτος που κάνει συνεχώς αστεία