μουρλοκομείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμουρλοκομείο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (προφορικό) τρελοκομείο
- Από την άκριτη σύνδεση της ψυχικής αρρώστιας με τη βία και την επικινδυνότητα, την ημιμάθεια, την προκατάληψη και τον βαθιά ριζωμένο φόβο της κοινωνίας μας για το «άλλο» της πρόσωπο. Τι μπορεί να κάνει ο εθελοντής γι' αυτό; Να δραστηριοποιηθεί στο δίκτυο «κυνηγών» στίγματος. Να μας ενημερώνει για τη στιγματιστική χρήση λέξεων και φράσεων, όπως «ο σχιζοφρενής δολοφόνος», «ψυχάκιας, ψυχοπαθής, παρανοϊκός, σχίζας, psycho, μουρλοκομείο». (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μουρλοκομείο
|