↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρανοϊκός η παρανοϊκή το παρανοϊκό
      γενική του παρανοϊκού της παρανοϊκής του παρανοϊκού
    αιτιατική τον παρανοϊκό την παρανοϊκή το παρανοϊκό
     κλητική παρανοϊκέ παρανοϊκή παρανοϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρανοϊκοί οι παρανοϊκές τα παρανοϊκά
      γενική των παρανοϊκών των παρανοϊκών των παρανοϊκών
    αιτιατική τους παρανοϊκούς τις παρανοϊκές τα παρανοϊκά
     κλητική παρανοϊκοί παρανοϊκές παρανοϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρανοϊκός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paranoïaque < αρχαία ελληνική παράνοια < παρά + νόος / νοῦς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.no.iˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

παρανοϊκός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την παράνοια ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (κατ’ επέκταση) τρελός, παράλογος

Συγγενικά

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρανοϊκός οι παρανοϊκοί
      γενική του παρανοϊκού των παρανοϊκών
    αιτιατική τον παρανοϊκό τους παρανοϊκούς
     κλητική παρανοϊκέ παρανοϊκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρανοϊκός αρσενικό (θηλυκό: παρανοϊκή)

  1. (ιατρική) αυτός που έχει ως πάθηση / νόσο την παράνοια
  2. (κατ’ επέκταση) τρελός, παράλογος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία