Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάθηση οι παθήσεις
      γενική της πάθησης* των παθήσεων
    αιτιατική την πάθηση τις παθήσεις
     κλητική πάθηση παθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάθηση < αρχαία ελληνική πάθησις < πάσχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷenth- (πάσχω, υποφέρω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική affection)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάθηση θηλυκό

  1. η αρρώστια, η ασθένεια
  2. η σχετική άσχημη κατάσταση ενός οργανισμού προσβεβλημένου από ασθένεια
  3. (γραμματική) η φθογγική μεταβολή

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία