πάθηση
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάθηση | οι | παθήσεις |
γενική | της | πάθησης* | των | παθήσεων |
αιτιατική | την | πάθηση | τις | παθήσεις |
κλητική | πάθηση | παθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πάθηση < αρχαία ελληνική πάθησις < πάσχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷenth- (πάσχω, υποφέρω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική affection)
Ουσιαστικό Επεξεργασία
πάθηση θηλυκό
- αρρώστια, ασθένεια
- η σχετική άσχημη κατάσταση ενός οργανισμού προσβεβλημένου από ασθένεια
- (γραμματική) φθογγική μεταβολή