affection
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaffection (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η αγάπη
- ↪ He responded positively to the affection we showed him.
- Αντέδρασε θετικά στην αγάπη που του δείξαμε.
- ↪ He responded positively to the affection we showed him.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaffection (fr) θηλυκό
- η αγάπη, η τρυφερότητα
- η πάθηση