Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fɛk.ta.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
affectation affectations

affectation (fr) θηλυκό

  1. η διάθεση
  2. η προσποίηση, η επιτήδευση
  3. η εκχώρηση

Δείτε επίσης

επεξεργασία