προσποίηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προσποίηση < ελληνιστική κοινή προσποίησις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προσποίηση θηλυκό
- υποκριτική και κρυψίνους συμπεριφορά
- επιτήδευση
- (αθλητισμός) προσπάθεια εξαπάτησης του αντιπάλου με συγκεκριμένες ενέργειες ή πρακτικές
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις προσποιούμαι, προς και ποιώ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προσποίηση