↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσποίηση οι προσποιήσεις
      γενική της προσποίησης* των προσποιήσεων
    αιτιατική την προσποίηση τις προσποιήσεις
     κλητική προσποίηση προσποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσποίηση < (ελληνιστική κοινήπροσποίησις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσποίηση θηλυκό

  1. υποκριτική και κρυψίνους συμπεριφορά
  2. επιτήδευση
  3. (αθλητισμός) προσπάθεια εξαπάτησης του αντιπάλου με συγκεκριμένες ενέργειες ή πρακτικές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία