υποκριτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποκριτικός < αρχαία ελληνική ὑποκριτικός < ὑποκριτής < ὑποκρίνομαι < ὑπό + κρίνω
Επίθετο
επεξεργασίαυποκριτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την υποκρισία, αναφέρεται σ’ αυτήν ή υποκρίνεται
- που έχει σχέση με την υποκριτική, την ηθοποιία, ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις υποκρίνομαι, υπό και κρίνω