hypocritical
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | hypocritical |
συγκριτικός | more hypocritical |
υπερθετικός | most hypocritical |
Ετυμολογία επεξεργασία
- hypocritical < hypocritic + -al
Επίθετο επεξεργασία
hypocritical (en)
- υποκριτικός, που χαρακτηρίζεται από υποκρισία
- ↪ Our discourse on this subject is frequently hypocritical because we apply a policy of double standards.
- Ο λόγος μας επί του θέματος είναι συχνά υποκριτικός επειδή εφαρμόζουμε πολιτική των δύο μέτρων και σταθμών.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη self-righteous
- ↪ Our discourse on this subject is frequently hypocritical because we apply a policy of double standards.