self-righteous
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | self-righteous |
συγκριτικός | more self-righteous |
υπερθετικός | most self-righteous |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαself-righteous (en)
- φαρισαϊκός
- ⮡ Our work in the fight for human rights will simply become self-righteous talk if we do not do anything.
- Το έργο μας στον αγώνα για ανθρώπινα δικαιώματα θα γίνει απλώς φαρισαϊκά λόγια αν δεν κάνουμε τίποτα.
- ≈ συνώνυμα: hypocritical, pharisaical, pharisaic, sanctimonious, holier-than-thou
- ⮡ Our work in the fight for human rights will simply become self-righteous talk if we do not do anything.