pharisaic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | pharisaic |
συγκριτικός | more pharisaic |
υπερθετικός | most pharisaic |
Επίθετο
επεξεργασίαpharisaic (en)
- φαρισαϊκός
- ≈ συνώνυμα: pharisaical, → και δείτε τη λέξη self-righteous
παραθετικά | |
θετικός | pharisaic |
συγκριτικός | more pharisaic |
υπερθετικός | most pharisaic |
pharisaic (en)