Δείτε επίσης: ὑποκρίνομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποκρίνομαι < αρχαία ελληνική ὑποκρίνομαι

υποκρίνομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. (θέατρο) (κυριολεκτικά) παίζω ένα ρόλο σε καλλιτεχνική παράσταση
  2. (μεταφορικά) προσποιούμαι, παίζω θέατρο
    ⮡  μην υποκρίνεσαι τον ανήξερο, διότι όλοι γνωρίζουμε ότι ήσουν εκεί όταν έγιναν όλ' αυτά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία