Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υποκρινόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υποκρινόμεν
ος
η
υποκρινόμεν
η
το
υποκρινόμεν
ο
γενική
του
υποκρινόμεν
ου
της
υποκρινόμεν
ης
του
υποκρινόμεν
ου
αιτιατική
τον
υποκρινόμεν
ο
την
υποκρινόμεν
η
το
υποκρινόμεν
ο
κλητική
υποκρινόμεν
ε
υποκρινόμεν
η
υποκρινόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υποκρινόμεν
οι
οι
υποκρινόμεν
ες
τα
υποκρινόμεν
α
γενική
των
υποκρινόμεν
ων
των
υποκρινόμεν
ων
των
υποκρινόμεν
ων
αιτιατική
τους
υποκρινόμεν
ους
τις
υποκρινόμεν
ες
τα
υποκρινόμεν
α
κλητική
υποκρινόμεν
οι
υποκρινόμεν
ες
υποκρινόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
υποκρινόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
υποκρίνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποκρινόμενος