ανυπόκριτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανυπόκριτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνυπόκριτος
Επίθετο επεξεργασία
ανυπόκριτος
- που δεν υποκρίνεται
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ανυποκρισία
- ανυπόκριτα
- → δείτε τις λέξεις υποκρίνομαι και κρίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανυπόκριτος