υποκριτής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υποκριτής < αρχαία ελληνική ὑποκριτής
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.pɔ.kɾi.ˈtis/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υποκριτής αρσενικό
- (θέατρο) ο ηθοποιός στο αρχαίο δράμα
- αυτός που συμπεριφέρεται με υποκρισία, που δείχνει στους άλλους ψεύτικα συναισθήματα και αποκρύπτει τον πραγματικό κακό του εαυτό
- θηλυκό: υποκρίτρια
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις υποκρίνομαι, υπό και κρίνω