Ουσιαστικό

επεξεργασία

simulation (en)



      ενικός         πληθυντικός  
simulation simulations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

simulation (fr) θηλυκό

  1. η προσομοίωση
  2. η παράσταση
  3. η προσποίηση

Συγγενικά

επεξεργασία